- μετατόπισμα
- το, -ατοςη μετακίνηση, η μετατόπιση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετατόπισμα — το [μετατοπίζω] η μετατόπιση … Dictionary of Greek